Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιφλός
σίφλος
σιφλόω
σίφλωμα
σιφνιάζω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιφωνίζω
σιφωνολογία
σιωπάω
σιωπή
σιωπηλός
σιωπηρός
σιώπησις
σιωπητέος
σκάζω
Σκαιά
σκαιοβατέω
Σκαιόλας
σκαιολογέω
View word page
σιωπάω
to be silent
ShortDef
to be silent
Debugging
Headword:
σιωπάω
Headword (normalized):
σιωπάω
Headword (normalized/stripped):
σιωπαω
IDX:
79939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79940
Key:
Data
{'content': 'to be silent'}