Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτωνικόν
σιτώνιον
σίφαρος
σιφλός
σίφλος
σιφλόω
σίφλωμα
σιφνιάζω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιφωνίζω
σιφωνολογία
σιωπάω
σιωπή
σιωπηλός
σιωπηρός
σιώπησις
σιωπητέος
σκάζω
Σκαιά
View word page
σίφων
a tube, pipe, siphon

ShortDef

a tube, pipe, siphon

Debugging

Headword:
σίφων
Headword (normalized):
σίφων
Headword (normalized/stripped):
σιφων
IDX:
79936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79937
Key:

Data

{'content': 'a tube, pipe, siphon'}