Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σίτωμα
σιτών
σιτωνέω
σιτώνης
σιτωνία
σιτωνικόν
σιτώνιον
σίφαρος
σιφλός
σίφλος
σιφλόω
σίφλωμα
σιφνιάζω
Σίφνιος
Σίφνος
σίφων
σιφωνίζω
σιφωνολογία
σιωπάω
σιωπή
σιωπηλός
View word page
σιφλόω
to maim, cripple, bring to misery

ShortDef

to maim, cripple, bring to misery

Debugging

Headword:
σιφλόω
Headword (normalized):
σιφλόω
Headword (normalized/stripped):
σιφλοω
IDX:
79931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79932
Key:

Data

{'content': 'to maim, cripple, bring to misery'}