Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτοφόρος
σιτοφυλακεῖον
σιτοφύλακες
σιτοφυλακέω
σιτόχροος
σίττα
σίττη
Σίττιος
σιτώδης
σίτωμα
σιτών
σιτωνέω
σιτώνης
σιτωνία
σιτωνικόν
σιτώνιον
σίφαρος
σιφλός
σίφλος
σιφλόω
σίφλωμα
View word page
σιτών
grainfield
ShortDef
grainfield
Debugging
Headword:
σιτών
Headword (normalized):
σιτών
Headword (normalized/stripped):
σιτων
IDX:
79922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79923
Key:
Data
{'content': 'grainfield'}