Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτοπώλης
σῖτος
σιτόσπορος
σιτοφαγέω
σιτοφάγος
σιτοφορέω
σιτοφορικός
σιτοφόρος
σιτοφυλακεῖον
σιτοφύλακες
σιτοφυλακέω
σιτόχροος
σίττα
σίττη
Σίττιος
σιτώδης
σίτωμα
σιτών
σιτωνέω
σιτώνης
σιτωνία
View word page
σιτοφυλακέω
act as grain-inspector

ShortDef

act as grain-inspector

Debugging

Headword:
σιτοφυλακέω
Headword (normalized):
σιτοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
σιτοφυλακεω
IDX:
79915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79916
Key:

Data

{'content': 'act as grain-inspector'}