Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτοπομπός
σιτοπωλέω
σιτοπώλης
σῖτος
σιτόσπορος
σιτοφαγέω
σιτοφάγος
σιτοφορέω
σιτοφορικός
σιτοφόρος
σιτοφυλακεῖον
σιτοφύλακες
σιτοφυλακέω
σιτόχροος
σίττα
σίττη
Σίττιος
σιτώδης
σίτωμα
σιτών
σιτωνέω
View word page
σιτοφυλακεῖον
granary
ShortDef
granary
Debugging
Headword:
σιτοφυλακεῖον
Headword (normalized):
σιτοφυλακεῖον
Headword (normalized/stripped):
σιτοφυλακειον
IDX:
79913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79914
Key:
Data
{'content': 'granary'}