Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτοπομπία
σιτοπομπός
σιτοπωλέω
σιτοπώλης
σῖτος
σιτόσπορος
σιτοφαγέω
σιτοφάγος
σιτοφορέω
σιτοφορικός
σιτοφόρος
σιτοφυλακεῖον
σιτοφύλακες
σιτοφυλακέω
σιτόχροος
σίττα
σίττη
Σίττιος
σιτώδης
σίτωμα
σιτών
View word page
σιτοφόρος
carrying grain

ShortDef

carrying grain

Debugging

Headword:
σιτοφόρος
Headword (normalized):
σιτοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σιτοφορος
IDX:
79912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79913
Key:

Data

{'content': 'carrying grain'}