Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτοποιός
σιτοπομπεῖον
σιτοπομπία
σιτοπομπός
σιτοπωλέω
σιτοπώλης
σῖτος
σιτόσπορος
σιτοφαγέω
σιτοφάγος
σιτοφορέω
σιτοφορικός
σιτοφόρος
σιτοφυλακεῖον
σιτοφύλακες
σιτοφυλακέω
σιτόχροος
σίττα
σίττη
Σίττιος
σιτώδης
View word page
σιτοφορέω
grow grain upon

ShortDef

grow grain upon

Debugging

Headword:
σιτοφορέω
Headword (normalized):
σιτοφορέω
Headword (normalized/stripped):
σιτοφορεω
IDX:
79910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79911
Key:

Data

{'content': 'grow grain upon'}