Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομετρικόν
σιτομέτριον
σιτομετροσακκοφόρος
σιτονόμος
σιτοπαραλήμπτης
σιτοποιεῖον
σιτοποιέω
σιτοποίητρα
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπεῖον
σιτοπομπία
σιτοπομπός
σιτοπωλέω
σιτοπώλης
σῖτος
View word page
σιτοποιέω
to prepare grain for food, to make bread
ShortDef
to prepare grain for food, to make bread
Debugging
Headword:
σιτοποιέω
Headword (normalized):
σιτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σιτοποιεω
IDX:
79896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79897
Key:
Data
{'content': 'to prepare grain for food, to make bread'}