Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτολόγος
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομετρικόν
σιτομέτριον
σιτομετροσακκοφόρος
σιτονόμος
σιτοπαραλήμπτης
σιτοποιεῖον
σιτοποιέω
σιτοποίητρα
σιτοποιία
σιτοποιικός
σιτοποιός
σιτοπομπεῖον
View word page
σιτομέτριον
a measured portion of grain

ShortDef

a measured portion of grain

Debugging

Headword:
σιτομέτριον
Headword (normalized):
σιτομέτριον
Headword (normalized/stripped):
σιτομετριον
IDX:
79891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79892
Key:

Data

{'content': 'a measured portion of grain'}