Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτοθήκη
σιτοκαπηλεύω
σιτοκάπηλος
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
σιτόκριθον
σιτόλεθρος
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτολόγος
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
σιτομέτρης
σιτομετρία
σιτομετρικόν
σιτομέτριον
σιτομετροσακκοφόρος
View word page
σιτολογία
a collecting of grain, a foraging
ShortDef
a collecting of grain, a foraging
Debugging
Headword:
σιτολογία
Headword (normalized):
σιτολογία
Headword (normalized/stripped):
σιτολογια
IDX:
79882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79883
Key:
Data
{'content': 'a collecting of grain, a foraging'}