Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτοδόκη
σιτοδόκος
σιτοδοσία
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτοθήκη
σιτοκαπηλεύω
σιτοκάπηλος
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
σιτόκουρος
σιτόκριθον
σιτόλεθρος
σιτολογέω
σιτολογία
σιτολογικός
σιτολογοπράκτωρ
σιτολόγος
σιτομεταβόλος
σιτομετρέω
View word page
σιτοκόπτης
for pounding grain

ShortDef

for pounding grain

Debugging

Headword:
σιτοκόπτης
Headword (normalized):
σιτοκόπτης
Headword (normalized/stripped):
σιτοκοπτης
IDX:
79877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79878
Key:

Data

{'content': 'for pounding grain'}