Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
ἀνόμημα
View word page
ἀνολοφύρομαι
to break into loud wailing

ShortDef

to break into loud wailing

Debugging

Headword:
ἀνολοφύρομαι
Headword (normalized):
ἀνολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
ανολοφυρομαι
IDX:
7986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7987
Key:

Data

{'content': 'to break into loud wailing'}