Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτισμός
σιτιστής
σίτλα
σιτοβολών
σιτογεωργός
σιτοδεία
σιτοδόκη
σιτοδόκος
σιτοδοσία
σιτοδοτέω
σιτοδότης
σιτοθήκη
σιτοκαπηλεύω
σιτοκάπηλος
σιτοκλονέομαι
σιτοκοπικός
σιτοκόπτης
View word page
σιτοδόκη
granary

ShortDef

granary

Debugging

Headword:
σιτοδόκη
Headword (normalized):
σιτοδόκη
Headword (normalized/stripped):
σιτοδοκη
IDX:
79867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79868
Key:

Data

{'content': 'granary'}