Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτισμός
σιτιστής
σίτλα
σιτοβολών
σιτογεωργός
σιτοδεία
σιτοδόκη
σιτοδόκος
σιτοδοσία
σιτοδοτέω
σιτοδότης
View word page
σιτισμός
feeding, fattening

ShortDef

feeding, fattening

Debugging

Headword:
σιτισμός
Headword (normalized):
σιτισμός
Headword (normalized/stripped):
σιτισμος
IDX:
79861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79862
Key:

Data

{'content': 'feeding, fattening'}