Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομήλικος
View word page
ἀνολολύζω
to cry aloud, shout (with joy)
ShortDef
to cry aloud, shout (with joy)
Debugging
Headword:
ἀνολολύζω
Headword (normalized):
ἀνολολύζω
Headword (normalized/stripped):
ανολολυζω
IDX:
7985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7986
Key:
Data
{'content': 'to cry aloud, shout (with joy)'}