Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτισμός
σιτιστής
σίτλα
σιτοβολών
σιτογεωργός
σιτοδεία
σιτοδόκη
σιτοδόκος
View word page
σιτίζω
to feed, nourish, fatten

ShortDef

to feed, nourish, fatten

Debugging

Headword:
σιτίζω
Headword (normalized):
σιτίζω
Headword (normalized/stripped):
σιτιζω
IDX:
79858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79859
Key:

Data

{'content': 'to feed, nourish, fatten'}