Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτισμός
σιτιστής
σίτλα
σιτοβολών
σιτογεωργός
σιτοδεία
σιτοδόκη
View word page
σίτησις
an eating, feeding
ShortDef
an eating, feeding
Debugging
Headword:
σίτησις
Headword (normalized):
σίτησις
Headword (normalized/stripped):
σιτησις
IDX:
79857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79858
Key:
Data
{'content': 'an eating, feeding'}