Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
σιτισμός
σιτιστής
σίτλα
σιτοβολών
View word page
σιτηρεσιάζω
pay

ShortDef

pay

Debugging

Headword:
σιτηρεσιάζω
Headword (normalized):
σιτηρεσιάζω
Headword (normalized/stripped):
σιτηρεσιαζω
IDX:
79854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79855
Key:

Data

{'content': 'pay'}