Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
σιτίον
View word page
σιτηγήσια
right of importing

ShortDef

right of importing

Debugging

Headword:
σιτηγήσια
Headword (normalized):
σιτηγήσια
Headword (normalized/stripped):
σιτηγησια
IDX:
79850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79851
Key:

Data

{'content': 'right of importing'}