Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
σιτίζω
σιτικός
View word page
σιτηγέω
to convey grain
ShortDef
to convey grain
Debugging
Headword:
σιτηγέω
Headword (normalized):
σιτηγέω
Headword (normalized/stripped):
σιτηγεω
IDX:
79849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79850
Key:
Data
{'content': 'to convey grain'}