Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
ἀνομέω
View word page
ἀνολκή
a hauling up
ShortDef
a hauling up
Debugging
Headword:
ἀνολκή
Headword (normalized):
ἀνολκή
Headword (normalized/stripped):
ανολκη
IDX:
7984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7985
Key:
Data
{'content': 'a hauling up'}