Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
σιτηρός
σίτησις
View word page
σιτέω
take food, eat
ShortDef
take food, eat
Debugging
Headword:
σιτέω
Headword (normalized):
σιτέω
Headword (normalized/stripped):
σιτεω
IDX:
79847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79848
Key:
Data
{'content': 'take food, eat'}