Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
σιτηρεσιάζω
σιτηρέσιον
View word page
σιτεύω
to feed, fatten
ShortDef
to feed, fatten
Debugging
Headword:
σιτεύω
Headword (normalized):
σιτεύω
Headword (normalized/stripped):
σιτευω
IDX:
79845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79846
Key:
Data
{'content': 'to feed, fatten'}