Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιτάρχημα
σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
σιτηγός
View word page
σιτευτός
fed up, fatted

ShortDef

fed up, fatted

Debugging

Headword:
σιτευτός
Headword (normalized):
σιτευτός
Headword (normalized/stripped):
σιτευτος
IDX:
79843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79844
Key:

Data

{'content': 'fed up, fatted'}