Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιταρχέω
σιτάρχημα
σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
σιτηγήσια
σιτηγία
σιτήγονος
View word page
σιτευτής
one who feeds up cattle

ShortDef

one who feeds up cattle

Debugging

Headword:
σιτευτής
Headword (normalized):
σιτευτής
Headword (normalized/stripped):
σιτευτης
IDX:
79842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79843
Key:

Data

{'content': 'one who feeds up cattle'}