Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιτάριον
σιταρκέω
σιταρκισμός
σιταρχέω
σιτάρχημα
σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
σιτέω
σιτηβόρος
σιτηγέω
View word page
σιτέομαι
to take food, eat
ShortDef
to take food, eat
Debugging
Headword:
σιτέομαι
Headword (normalized):
σιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
σιτεομαι
IDX:
79839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79840
Key:
Data
{'content': 'to take food, eat'}