Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
ἄνομβρος
View word page
ἀνολισθάνω
slip

ShortDef

slip

Debugging

Headword:
ἀνολισθάνω
Headword (normalized):
ἀνολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
ανολισθανω
IDX:
7983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7984
Key:

Data

{'content': 'slip'}