Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιταποδέκτης
σιταποδοχεῖον
σιταποχία
σιτάριον
σιταρκέω
σιταρκισμός
σιταρχέω
σιτάρχημα
σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
σιτευτός
σιτευτώριος
σιτεύω
σιτευωνέω
View word page
σιταρχώ
female commissariat officer
ShortDef
female commissariat officer
Debugging
Headword:
σιταρχώ
Headword (normalized):
σιταρχώ
Headword (normalized/stripped):
σιταρχω
IDX:
79836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79837
Key:
Data
{'content': 'female commissariat officer'}