Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιταγωγός
σιταῖα
σιταλετικός
Σιτάλκης
σιταποδέκτης
σιταποδοχεῖον
σιταποχία
σιτάριον
σιταρκέω
σιταρκισμός
σιταρχέω
σιτάρχημα
σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
σιτευτής
View word page
σιταρχέω
pay

ShortDef

pay

Debugging

Headword:
σιταρχέω
Headword (normalized):
σιταρχέω
Headword (normalized/stripped):
σιταρχεω
IDX:
79832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79833
Key:

Data

{'content': 'pay'}