Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιταγωγία
σιταγωγός
σιταῖα
σιταλετικός
Σιτάλκης
σιταποδέκτης
σιταποδοχεῖον
σιταποχία
σιτάριον
σιταρκέω
σιταρκισμός
σιταρχέω
σιτάρχημα
σιτάρχης
σιταρχία
σιταρχώ
σιτεία
σιτένδεια
σιτέομαι
σιτεύσιμος
σιτευτάριος
View word page
σιταρκισμός
supply of food
ShortDef
supply of food
Debugging
Headword:
σιταρκισμός
Headword (normalized):
σιταρκισμός
Headword (normalized/stripped):
σιταρκισμος
IDX:
79831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79832
Key:
Data
{'content': 'supply of food'}