Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
ἀνομβρήεις
ἀνομβρία
View word page
ἀνόλεθρος
not ruined, having escaped ruin
ShortDef
not ruined, having escaped ruin
Debugging
Headword:
ἀνόλεθρος
Headword (normalized):
ἀνόλεθρος
Headword (normalized/stripped):
ανολεθρος
IDX:
7982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7983
Key:
Data
{'content': 'not ruined, having escaped ruin'}