Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σισυρνοδύτης
σισυρνοφόρος
σισυρνώδης
σισυροποιός
σισυρωτός
σίσυς
Σισυφίδης
σισυφίζω
Σίσυφος
σιταγέρτης
σιταγωγέω
σιταγωγία
σιταγωγός
σιταῖα
σιταλετικός
Σιτάλκης
σιταποδέκτης
σιταποδοχεῖον
σιταποχία
σιτάριον
σιταρκέω
View word page
σιταγωγέω
to convey grain

ShortDef

to convey grain

Debugging

Headword:
σιταγωγέω
Headword (normalized):
σιταγωγέω
Headword (normalized/stripped):
σιταγωγεω
IDX:
79820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79821
Key:

Data

{'content': 'to convey grain'}