Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σίσαρον
σισέλεος
σισμός
σισόη
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοδύτης
σισυρνοφόρος
σισυρνώδης
σισυροποιός
σισυρωτός
σίσυς
Σισυφίδης
σισυφίζω
Σίσυφος
σιταγέρτης
σιταγωγέω
View word page
σισυρνοδύτης
one who wears a σίσυρνα

ShortDef

one who wears a σίσυρνα

Debugging

Headword:
σισυρνοδύτης
Headword (normalized):
σισυρνοδύτης
Headword (normalized/stripped):
σισυρνοδυτης
IDX:
79810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79811
Key:

Data

{'content': 'one who wears a σίσυρνα'}