Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
ἀνομάλωσις
ἀνομβρέω
View word page
ἀνολβία
misery
ShortDef
misery
Debugging
Headword:
ἀνολβία
Headword (normalized):
ἀνολβία
Headword (normalized/stripped):
ανολβια
IDX:
7980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7981
Key:
Data
{'content': 'misery'}