Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιρικοποιός
σιρομάστης
σιρός
σίρωμα
σιρωτής
σιρωτόν
σιρώτρια
σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισμός
σισόη
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοδύτης
σισυρνοφόρος
σισυρνώδης
View word page
σισμός
hissing
ShortDef
hissing
Debugging
Headword:
σισμός
Headword (normalized):
σισμός
Headword (normalized/stripped):
σισμος
IDX:
79802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79803
Key:
Data
{'content': 'hissing'}