Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιρικόν
σιρικοποιός
σιρομάστης
σιρός
σίρωμα
σιρωτής
σιρωτόν
σιρώτρια
σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισμός
σισόη
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
σισυρνοδύτης
σισυρνοφόρος
View word page
σισέλεος
siselium
ShortDef
siselium
Debugging
Headword:
σισέλεος
Headword (normalized):
σισέλεος
Headword (normalized/stripped):
σισελεος
IDX:
79801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79802
Key:
Data
{'content': 'siselium'}