Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σίραιον
σίραμφος
σιρικόν
σιρικοποιός
σιρομάστης
σιρός
σίρωμα
σιρωτής
σιρωτόν
σιρώτρια
σισάριον
σίσαρον
σισέλεος
σισμός
σισόη
σισύμβρινος
σισύμβριον
σίσυμβρον
σισύρα
σισυριγχίον
σίσυρνα
View word page
σισάριον
a woman's ornament of gold

ShortDef

a woman's ornament of gold

Debugging

Headword:
σισάριον
Headword (normalized):
σισάριον
Headword (normalized/stripped):
σισαριον
IDX:
79799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79800
Key:

Data

{'content': "a woman's ornament of gold"}