Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
View word page
ἀγρόνδε
to the country
ShortDef
to the country
Debugging
Headword:
ἀγρόνδε
Headword (normalized):
ἀγρόνδε
Headword (normalized/stripped):
αγρονδε
IDX:
797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-798
Key:
Data
{'content': 'to the country'}