Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
Ἀνολυμπιάς
ἀνομαλίζω
View word page
ἀνοκωχή
a stay, cessation
ShortDef
a stay, cessation
Debugging
Headword:
ἀνοκωχή
Headword (normalized):
ἀνοκωχή
Headword (normalized/stripped):
ανοκωχη
IDX:
7978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7979
Key:
Data
{'content': 'a stay, cessation'}