Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σινδών
σινιάζω
σινίασμα
σινίον
σίνιον
σίνις
σινόδους
σινόδων
σίνομαι
σινοποιός
σίνος
σινότης
σινπλαρία
σίντης
Σίντιες
Σίνων
σίνων
Σινωπεύς
Σινώπη
Σινωπίζω
Σινωπίς
View word page
σίνος
hurt, harm, mischief, injury

ShortDef

hurt, harm, mischief, injury

Debugging

Headword:
σίνος
Headword (normalized):
σίνος
Headword (normalized/stripped):
σινος
IDX:
79764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79765
Key:

Data

{'content': 'hurt, harm, mischief, injury'}