Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
View word page
ἄνοιστος
referred
ShortDef
referred
Debugging
Headword:
ἄνοιστος
Headword (normalized):
ἄνοιστος
Headword (normalized/stripped):
ανοιστος
IDX:
7975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7976
Key:
Data
{'content': 'referred'}