Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
σιναπέλαιον
σιναπηρός
σίναπι
σιναπίζω
σινάπινος
σιναπισμός
σιναπιστέον
σιναρός
σινάς
Σινδογενής
σινδονιάζω
σινδόνιον
σινδόνιος
σινδονίτης
σινδονοειδής
σινδονοπώλης
σινδονοφορέω
σινδονοφόρος
View word page
σιναρός
hurt, damaged

ShortDef

hurt, damaged

Debugging

Headword:
σιναρός
Headword (normalized):
σιναρός
Headword (normalized/stripped):
σιναρος
IDX:
79741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79742
Key:

Data

{'content': 'hurt, damaged'}