Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σίμωμα
Σίμων
Σιμωνίδης
σίμωρ
σίμωσις
Σιναῖον
σιναμώρευμα
σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
σιναπέλαιον
σιναπηρός
σίναπι
σιναπίζω
σινάπινος
σιναπισμός
σιναπιστέον
σιναρός
σινάς
Σινδογενής
σινδονιάζω
View word page
σιναπέλαιον
mustard-oil

ShortDef

mustard-oil

Debugging

Headword:
σιναπέλαιον
Headword (normalized):
σιναπέλαιον
Headword (normalized/stripped):
σιναπελαιον
IDX:
79734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79735
Key:

Data

{'content': 'mustard-oil'}