Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιμῳδός
σίμωμα
Σίμων
Σιμωνίδης
σίμωρ
σίμωσις
Σιναῖον
σιναμώρευμα
σιναμωρέω
σιναμωρία
σινάμωρος
σιναπέλαιον
σιναπηρός
σίναπι
σιναπίζω
σινάπινος
σιναπισμός
σιναπιστέον
σιναρός
σινάς
Σινδογενής
View word page
σινάμωρος
mischievous
ShortDef
mischievous
Debugging
Headword:
σινάμωρος
Headword (normalized):
σινάμωρος
Headword (normalized/stripped):
σιναμωρος
IDX:
79733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79734
Key:
Data
{'content': 'mischievous'}