Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
ἀνολβία
ἄνολβος
View word page
ἄνοιξις
an opening

ShortDef

an opening

Debugging

Headword:
ἄνοιξις
Headword (normalized):
ἄνοιξις
Headword (normalized/stripped):
ανοιξις
IDX:
7971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7972
Key:

Data

{'content': 'an opening'}