Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σιμαίνω
σιμβλεύω
σιμβλήϊος
σίμβλιος
σίμβλος
Σιμιακόν
σιμίκιον
Σιμμίας
Σιμόεις
Σιμοεντίς
σιμοποιέω
σιμοπρόσωπος
Σῖμος
σιμός
σιμότης
σιμοτομέω
σιμοτράχηλος
Σιμουντίς
σιμόω
σιμῳδία
σιμῳδός
View word page
σιμοποιέω
make

ShortDef

make

Debugging

Headword:
σιμοποιέω
Headword (normalized):
σιμοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σιμοποιεω
IDX:
79713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79714
Key:

Data

{'content': 'make'}