Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σιλουρισμός
σίλουρος
σίλφη
σιλφιόεις
σίλφιον
σιλφιοπώλης
σιλφιοφόρος
σιλφιόω
σιλφιωτός
σιμαίνω
σιμβλεύω
σιμβλήϊος
σίμβλιος
σίμβλος
Σιμιακόν
σιμίκιον
Σιμμίας
Σιμόεις
Σιμοεντίς
σιμοποιέω
σιμοπρόσωπος
View word page
σιμβλεύω
to grow in a hive
ShortDef
to grow in a hive
Debugging
Headword:
σιμβλεύω
Headword (normalized):
σιμβλεύω
Headword (normalized/stripped):
σιμβλευω
IDX:
79704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-79705
Key:
Data
{'content': 'to grow in a hive'}