Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτέος
ἀνοίκτης
ἀνοικτικός
ἀνοικτίρμων
ἀνοίκτιστος
ἀνοικτός
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοιμωκτί
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξις
ἄνοισις
ἀνοιστέος
ἀνοιστός
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβέω
View word page
ἀνοιμωκτί
without need to wail, with impunity
ShortDef
without need to wail, with impunity
Debugging
Headword:
ἀνοιμωκτί
Headword (normalized):
ἀνοιμωκτί
Headword (normalized/stripped):
ανοιμωκτι
IDX:
7969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7970
Key:
Data
{'content': 'without need to wail, with impunity'}