Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
View word page
ἀγρομενής
dwelling in the country

ShortDef

dwelling in the country

Debugging

Headword:
ἀγρομενής
Headword (normalized):
ἀγρομενής
Headword (normalized/stripped):
αγρομενης
IDX:
796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-797
Key:

Data

{'content': 'dwelling in the country'}